- φραμπαλάς
- ο оборка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φραμπαλάς — φραμπαλάς, ο και φαλμπαλάς, ο και φαρμπαλάς, ο πληθ. άδες (λ. ιταλ.), πλατιά πτυχωτή ταινία στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος ή στα άκρα μανικιού, μαξιλαριού, σεντονιού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική … Dictionary of Greek
ακροπρεπίδι — το συνήθ. στον πληθ. τα ακροπρεπίδια γαρνιτούρα που προσαρτάται στις άκρες γυναικείων φορεμάτων, όπως ο «φραμπαλάς», τα «βολάν» κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πρεπίδι] … Dictionary of Greek
γυροπόδι — το και γυροποδιά, η ο φραμπαλάς τού φουστανιού … Dictionary of Greek
κόσυμβος — και κόσσυμβος, ὁ (Α) 1. κρόσσι ενδύματος, φραμπαλάς 2. φιλές, δίχτυ μαλλιών 3. ταινία με την οποία συγκρατούσαν το κάτω ανασηκωμένο μέρος τής εξωμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek
φαρμπαλάς — ο, Ν βλ. φραμπαλάς … Dictionary of Greek
φερμπαλάς — ο, Ν βλ. φραμπαλάς … Dictionary of Greek
βολάν — το (λ. γαλλ.) 1. το τιμόνι του αυτοκινήτου: Έμαθε να οδηγεί και κάθισε στο βολάν. 2. φραμπαλάς, λωρίδα διακοσμητική από ύφασμα ή δανδέλα στο κάτω μέρος γυναικείου ρούχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμπαλάς — ο βλ. φραμπαλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)